vacante - ορισμός. Τι είναι το vacante
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι vacante - ορισμός

Sede Vacante; Vacância; Sé vacante; Vigário capitular; Sé vaga

Vacante      
adj.
Que está vago.
f.
O mesmo que "vagatura". Cf. Latino, "Elogios", 238 e 333.
(Lat. "vacans")
vacante      
adj m+f (lat vacante)
1 Que está vago, não ocupado, sem dono conhecido.
2 Dir Diz-se do cargo ou emprego que está por prover.
Sede vacante         
180px|thumb|O [[Brasão da Santa Sé durante o período de Sede Vacante, com as chaves de ouro e prata do céu, símbolo do papado, cobertos pelo umbráculo.]]

Βικιπαίδεια

Sede vacante

Sé vacante ou Sede vacante (do latim Trono vazio), no direito canônico da Igreja Católica Romana, corresponde ao período em que a Sé episcopal de uma Igreja particular está sem ocupante. Isto significa que para uma diocese, o bispo diocesano faleceu, renunciou, foi transferido ou perdeu seu ofício. Caso haja um bispo coadjutor, com direito a sucessão, na diocese este é imediatamente conduzido ao governo da Sé episcopal e esta não fica vacante.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για vacante
1. Tal como hoy, vendr?n a hacer trabajos que la fuerza laboral estadounidense est? dejando vacante y que deber?n llenarse si la econom?a estadounidense ha de continuar creciendo al ritmo de hoy.